- τοιόνδε
- τοιόσδεsuch as thismasc acc sgτοιόσδεsuch as thisneut acc sgτοιόσδεsuch as thisneut nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιόνδ' — τοιόνδε , τοιόσδε such as this masc acc sg τοιόνδε , τοιόσδε such as this neut acc sg τοιόνδε , τοιόσδε such as this neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ … Dictionary of Greek
Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late … Wikipedia
PHOLUS — unus ex Centauris, Ixionis ex Nube fil. qui Herculem ad Pirithoi nuptias euntem hospitiô excepit, eoque in tumultu, qui inter Lapithas et Centauros eiusdem in nuptiis exortus est, occubuit. Ovidius. Virg. Georg. l. 2. v. 455. Ille furentes… … Hofmann J. Lexicon universale
εκτεχνώμαι — ἐκτεχνῶμαι ( άομαι) (Α) επινοώ τέχνασμα, μηχανεύομαι («τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο» επινόησαν αυτό το τέχνασμα, Θουκ.) … Dictionary of Greek
εξαναζέω — ἐξαναζέω (Α) (και μτφ.) κάνω κάτι να βράσει, να κοχλάσει «τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον» ο Τυφώς θα κάνει ώστε να κοχλάσει τέτοια οργή, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
προδιομολογούμαι — έομαι, Α 1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.) 2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένα σημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek